Η ίδρυση του Οινοποιείου έγινε εφικτή χάρη στις πολυετείς προσπάθειες του Δρ. Γεώργιου Γερμάνη, Χημικού Εδαφολόγου με εμπειρία περισσότερη των 30 χρόνων στην αμπελουργία και την οινοποίηση. Ξεκινώντας ως επιστημονικός σύμβουλος σε μεγάλη εγχώρια οινοποιητική μονάδα για 15 χρόνια και στη συνέχεια ως επιστημονικός συνεργάτης σε επιλεγμένα οινοποιεία, έχει αφήσει το στίγμα του στην άνθηση της εγχώριας αμπελουργίας και οινοποίησης τις τελευταίες δεκαετίες έχοντας εξειδικευμένη αρθρογραφία σε διάφορα επιστημονικά και μη περιοδικά.
Μέσω της προσπάθειάς μας να οινοποιήσουμε ποιοτικά κρασιά, αισθανόμαστε και την ανάγκη να διατηρήσουμε τη συσσωρευμένη γνώση δεκαετιών, να την εξελίξουμε και να τη μεταλαμπαδεύσουμε τόσο στις επόμενες γενιές όσο και σε όσους επιθυμούν να μαγευτούν από τον πλούτο εμπειριών και συναισθημάτων που μπορεί να έχει η ενασχόληση με το κρασί. Στην προσπάθειά μας αυτή εγκαινιάζουμε και το wine blog μας, το Moschopolis Wineblog, όπου θα μοιραζόμαστε τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τους προβληματισμούς μας με σκοπό να γινόμαστε όλοι σοφότεροι.
Η νέα γενιά αποτελείται από τρεις ενθουσιώδεις οινόφιλους, τον υιό του Δρ. Γεώργιου Γερμάνη, Θεόδωρο Γερμάνη, διπλωματούχο Ηλεκτρονικό Μηχανικό, κάτοχο ΜΒΑ με σπουδές στη Χημεία, τον γαμπρό του, Δημήτριο Παραλίδη, διπλωματούχο Αγρονόμο Τοπογράφο Μηχανικό, και την κόρη του, Αλίκη Γερμάνη-Παραλίδη, Φαρμακοποιό.
Η παράδοση της οικογένειας με το κρασί βέβαια ξεκινάει από πιο παλιά, με τον Δρ. Θεόδωρο Γερμάνη (1909 – 2004), πατέρα του Δρ. Γεώργιου Γερμάνη, ο οποίος ήταν διακεκριμένος Γεωπόνος – Αμπελουργός, με σπουδές στο Montpellier της Γαλλίας και με πολυετή πείρα και αναγνωρισμένες διεθνώς έρευνες πάνω σε αυτόχθονες ποικιλίες οινοστάφυλων.
Η γνώση είναι δύναμη.
Η γνώση που κρύβει ένα κρασί είναι ανεξάντλητη. Μας μαγεύει η ανακάλυψη αυτής της γνώσης, ξεκινώντας από τα μυστικά του σταφυλιού καθώς μεγαλώνει και φτάνοντας μέχρι τη μεταμόρφωσή του στο κρασί που μπαίνει στο μπουκάλι για να συνεχίσει εκεί το ταξίδι του. Το μακρύ ταξίδι του…
Το ταξίδι μας ξεκινάει από παλιά σε εποχές δύσκολες και ταραγμένες, όπου όμως παρόλα αυτά γράφτηκαν κάποια σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, τα οποία δεν είναι ευρέως γνωστά. Σε μια εποχή, λοιπόν, που η Βαλκανική βρισκόταν στο σκοτάδι των πιο δύσκολων χρόνων της παρακμάζουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάποια φωτεινά προπύργια δημιουργήθηκαν και βάλθηκαν να σηκώσουν το βάρος της συνέχισης της βυζαντινής πολιτισμικής κληρονομιάς. Ένα τέτοιο προπύργιο ήταν η Μοσχόπολη.
Η βλαχόφωνη αυτή πόλη αποτέλεσε το πολιτισμικό προπύργιο του ελληνισμού με γενικότερη ακτινοβολία σε όλη τη βαλκανική στα ταραγμένα χρόνια που η Οθωμανική Αυτοκρατορία έβαινε προς το τέλος της. Ήταν η πόλη που ονομάσθηκε από τους ιστορικούς “Νέα Αθήνα “, λόγω του πλούτου, της παιδείας, του εμπορίου, των γραμμάτων και των τεχνών.
Η Μοσχόπολις (1330-1915) κατέστη το σημαντικότερο βιοτεχνικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο των κεντροδυτικών επαρχιών της Βαλκανικής. Το 1760, όταν η πόλη βρισκόταν στο απόγειο της δόξας και του μεγαλείου της, είχε δώδεκα συνοικίες, δώδεκα χιλιάδες σπίτια και εξήντα πέντε χιλιάδες κατοίκους. Διοικούμενη υπό καθεστώς αυτονομίας από το θεσμό της Δημογεροντίας που εξασφάλιζε δημοκρατικές διαδικασίες και αξιοκρατία, έφτασε σε τέτοια επίπεδα ανάπτυξης που τεράστια πλούτη συσσωρεύτηκαν στην πόλη και η ευμάρεια του πληθυσμού της έγινε γνωστή σε ολόκληρη τη Βαλκανική και την Ευρώπη.
Φημισμένοι ήταν οι Μοσχοπολίτες έμποροι σε Δύση και Ανατολή. Σήμερα, στο Δημόσιο Αρχείο της Πόλης της Βενετίας βρίσκουμε επιστολές Μοσχοπολιτών, οι οποίοι, όλοι τους αδιακρίτως, φέρονται υπό το όνομα “marchands Grecs de Moschopolis”, όπως τους συναντάμε και στο αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών της Γαλλίας.
Χρησιμοποιώντας συνήθως σκάφη γαλλικά, αγγλικά, ολλανδικά και από τη Ραγκούσα, οι μοσχοπολίτες δημιουργούν παροικίες στα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Οι Μοσχοπολίτες έμποροι της Βενετίας μένουν στη συνοικία του San Provolo, κοντά στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, San Giorgio dei Greci, και κοντά στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο, όπου εκεί πολλοί Μοσχοπολίτες μαθήτευσαν και μεταλαμπάδευσαν τα φώτα τους στη Μοσχόπολη.
Η πραγματική ακτινοβολία της πόλης, όμως, που της χάρισε την επωνυμία της Αθήνας της Τουρκοκρατίας, οφείλεται στην οργιώδη ανάπτυξη στην παιδεία και στον πολιτισμό. Γύρω στα 1700 ιδρύεται στη Μοσχόπολη, με δαπάνη των αποδήμων Μοσχοπολιτών, σχολή με την επωνυμία “Ελληνικόν Φροντιστήριον”. Στα 1730 διδάσκει στην ίδια σχολή ο Μοσχοπολίτης λόγιος Ιωάννης Χαλκεύς, που είχε χρηματίσει κατά καιρούς καθηγητής και διευθυντής της Φλαγγινείου Σχολής της Βενετίας.
Την εποχή αυτή άρχισε να διδάσκεται η Φιλοσοφία σύμφωνα με την νεο-αριστοτελική μέθοδο. Το 1738 τη διεύθυνση της σχολής αναλαμβάνει ο Σεβαστός Λεοντιάδης, ο οποίος εκτός της Φιλοσοφίας αρχίζει να διδάσκει και αρχαία ελληνική φιλολογία.
Στα 1744 στην ως τότε σειρά των εγκυκλίων μαθημάτων προστίθεται και ένας ανώτερος κύκλος σπουδών. Από τη χρονιά αυτή και μετά, το “Ελληνικόν Φροντιστήριον” της Μοσχόπολης παίρνει την ονομασία Νέα Ακαδημία, η οποία έμελλε να εξελιχθεί σε ένα από τα περιφημότερα και καλύτερα οργανωμένα σχολεία που λειτουργούσαν τότε στους κόλπους των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1750 εγκαινιάζεται το νέο κτίριο της Ακαδημίας. Για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του χαρακτηρίζεται σαν ο “άκρος στολισμός της πολιτείας”. Το μεγαλόπρεπο κτίριο ήταν λιθόχτιστο κατά την τοπική αρχιτεκτονική, στη μέση της πόλης, με σαράντα αίθουσες διδασκαλίας και ευρύχωρες αυλές. Περιλάμβανε, επίσης, διαμερίσματα για τους δασκάλους, θαλάμους για οικότροφους μαθητές και βιβλιοθήκη, στην οποία συγκεντρώθηκαν με δωρεές και αγορές χιλιάδες τόμοι βιβλίων.
Η νέα περίοδος που άρχισε με την ανέγερση του διδακτηρίου στα 1750, υπήρξε αναμφίβολα περίοδος ακμής και παμβαλκανικής ακτινοβολίας. Τη διεύθυνση της σχολής από το 1748 έχει αναλάβει ο λαμπρός λόγιος Θεόδωρος Καβαλιώτης, μαθητής του Ευγένιου Βούλγαρη, ο οποίος φροντίζει από την αρχή της θητείας του να εμπλουτίσει το πρόγραμμα σπουδών με νέα μαθήματα σύμφωνα με τις αντιλήψεις και τις νέες ιδέες που κυκλοφορούν στην Ευρώπη. Την περίοδο αυτή μαθαίνουμε ότι στον ανώτερο κύκλο σπουδών διδάσκονται αρχαία ελληνική γλώσσα και φιλολογία, φιλοσοφία (λογική, ηθική, μεταφυσική), θεολογία, μαθηματικά, φυσική, λατινικά, ποίηση και ρητορική.
Αξιοσημείωτη παραμένει κατά την ίδια περίοδο κι η εκδοτική δραστηριότητα του Τυπογραφείου της Μοσχόπολης. Το τυπογραφείο αυτό είναι το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Βαλκανικής, με το πρώτο να έχει ιδρυθεί στην Κωνσταντινούπολη από τον Πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη το 1627, και το μοναδικό που λειτουργεί στις αρχές του 18ου αιώνα (1730) μέσα στις τουρκοκρατούμενες ελληνικές χώρες. Από τα πιεστήρια του τυπογραφείου αυτού εκδόθηκαν, συνολικά, τουλάχιστον από όσα γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, 22 βιβλία, από τα οποία τα 20 είναι θεολογικού περιεχομένου και τα υπόλοιπα δύο “γραμματικά”.
Αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία της Μοσχόπολης και στα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νέου ελληνικού κράτους, μέσω των μεγάλων Μοσχοπολιτών ευεργετών, οι οποίοι, με προεξέχοντες τους Σίμωνα και Γεώργιο Σίνα, δωρίζουν μεγάλη ποσότητα χρυσού στη νεοϊδρυθείσα Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Δωρίζουν, επίσης, μεγάλα για την εποχή ποσά στη νέα πρωτεύουσα της Ελλάδος, την Αθήνα, και χτίζεται στον Λόφο των Νυμφών το Αστεροσκοπείο.
Αποκορύφωμα των δωρεών των Μοσχοπολιτών ευεργετών αποτελεί η ανέγερση του νεοκλασικού μεγάρου της Σιναίας Ακαδημίας, που μέχρι σήμερα κοσμεί την πρωτεύουσα του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Πηγές:
Μοσχόπολις, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 1999
Μοσχόπολις, Πολιτισμικό Κέντρο της Βαλκανικής, Κιβωτός της Ρωμιοσύνης 1330-1916, επετιακό ημερολόγιο ΕΜΣ, 1996
Our vision is sustainable winemaking through organic regenerative viticulture, while aiming for zero emission, through circular economy principles. 100% energy autonomous winemaking, with the use of Renewable Energy Systems. Mainly native varieties and low intervention winemaking, aiming on producing wines of superior quality. Faithful to our grandfather’s advice, that great wines are only made possible in the vineyard.
We have a zero-waste approach both in the vineyard and in the winery. During harvest the remaining material from grapes destemming is used for feeding the sheep, who are responsible for controlling the weed vegetation in the vineyard all year round, and more importantly during the intensive weed grow in the spring and early summer months. Also, our organic winemaking philosophy allows us to return our byproducts, which are mainly wine lees, to the vineyard as organic fertilizer.
Our no tilling strategy, and sheep grazing philosophy in the vineyard allows us to omit the usage of heavy tractors in the vineyard. This means that our CO2 emissions in the vineyard are already very limited. but we aim to be carbon free, and not only carbon neutral, by 2027.
What is more, we have installed solar panels on the Winery rooftop, and we produce all the energy that we are using through renewable energy. Our goal is to be completely carbon free both in the vineyard and in the winery by 2027.
Wine is by its nature a very social product, providing a unique opportunity to invite conversations about sustainability, provenance, terroir and farming. Once we understand the positive impact wine farmers can have on climate and biodiversity we are obliged to move away from ‘conventional’ farming and winemaking and to adopt a more holistic and regenerative approach not only to the vineyard management, but the whole winemaking journey as whole.
We rely on the extensive sunshine of the mediterranean climate for our energy needs. Through our solar panels we have a guaranteed source of electricity from renewable sources. We are lucky because the most energy consuming period for the winemaking facilities, but also for the winemaking processes, are during summer and early autumn, when the sunlight in Greece is at its peak, and so is the energy production from the solar system.
Our facilities are equipped with a solid thermal isolation, and we need a limited amount of energy for cooling the wine aging apartments through air conditioning, by using electric energy coming exclusively from the sun. Our winery is based on a refreshing altitude of 500 meters next to a pine-tree forest, so we only need to cool our facilities during the hot months of July and August and only during the hot midday hours. Nights are naturally cool because of the location of the winery.
The most energy consuming period of the winery is at harvest time, which for us will start in mid to end August and will end in early October. This is also the period when the solar system is producing at the peak of its capacity. We follow a strategy of cooling our wines during the day and using the natural cool night temperatures during the night.
We plan to add more solar panels in our new building, which will be ready by 2026, which will add more capacity to our renewable electric energy production. This will allow us to go completely electric and emissions free, since all our fleet will be also electric. (cars, vans, tractor and drones)
Our vision is sustainable winemaking through organic regenerative viticulture, while aiming for zero emission, through circular economy principles. 100% energy autonomous winemaking, with the use of Renewable Energy Systems. Mainly native varieties and low intervention winemaking, aiming on producing wines of superior quality. Faithful to our grandfather’s advice, that great wines are only made possible in the vineyard.
We have a zero-waste approach both in the vineyard and in the winery. During harvest the remaining material from grapes destemming is used for feeding the sheep, who are responsible for controlling the weed vegetation in the vineyard all year round, and more importantly during the intensive weed grow in the spring and early summer months. Also, our organic winemaking philosophy allows us to return our byproducts, which are mainly wine lees, to the vineyard as organic fertilizer.
Our no tilling strategy, and sheep grazing philosophy in the vineyard allows us to omit the usage of heavy tractors in the vineyard. This means that our CO2 emissions in the vineyard are already very limited. but we aim to be carbon free, and not only carbon neutral, by 2027.
What is more, we have installed solar panels on the Winery rooftop, and we produce all the energy that we are using through renewable energy. Our goal is to be completely carbon free both in the vineyard and in the winery by 2027.
Wine is by its nature a very social product, providing a unique opportunity to invite conversations about sustainability, provenance, terroir and farming. Once we understand the positive impact wine farmers can have on climate and biodiversity we are obliged to move away from ‘conventional’ farming and winemaking and to adopt a more holistic and regenerative approach not only to the vineyard management, but the whole winemaking journey as whole.
Winemakers refer to screw caps as Stelvin enclosures, because it sounds better than “lid.” The host of a dinner should take the first sip of wine to assure his guests it is not poisoned. The bung hole is the opening in a cask through which wine can be put in or taken out. A complex cabernet is a good one. A bouquet becomes more complex and nuanced as the wine ages.
Well-regarded sparkling wines include Espumante from Portugal, and Asti from Italy. Bouquet refers to wine’s aroma. Rotten sémillon grapes are the secret to Sauternes. An inimitable flavor is found in barrels. Trichloroanisole in the cork can impart musty, mouldy overtones. Such a wine is called “corked.” Pursing your lips and inhaling some air while the wine is still on your palate is also a nice way to spread the more complex flavors through your sinuses. Wine grapes grow almost exclusively between 30 and 50 degrees latitude north and south of the equator.
All grape juice is white, only the skins of purple grapes contain the dark pigment. A wine has legs if it sticks to the inside of the glass when swirled. Monks and monasteries of the Roman Catholic Church have had an important influence on the history of Burgundy wine. Bacchus – the Roman god of wine, or a white grape from Germany. White is good with fish. Smoky is usually a byproduct of oak barrels, or, less often, of drunken arson. Red table wine is not made from red tables.
Winemakers refer to screw caps as Stelvin enclosures, because it sounds better than “lid.” The host of a dinner should take the first sip of wine to assure his guests it is not poisoned. The bung hole is the opening in a cask through which wine can be put in or taken out. A complex cabernet is a good one. A bouquet becomes more complex and nuanced as the wine ages.
Well-regarded sparkling wines include Espumante from Portugal, and Asti from Italy. Bouquet refers to wine’s aroma. Rotten sémillon grapes are the secret to Sauternes. An inimitable flavor is found in barrels. Trichloroanisole in the cork can impart musty, mouldy overtones. Such a wine is called “corked.” Pursing your lips and inhaling some air while the wine is still on your palate is also a nice way to spread the more complex flavors through your sinuses. Wine grapes grow almost exclusively between 30 and 50 degrees latitude north and south of the equator.
All grape juice is white, only the skins of purple grapes contain the dark pigment. A wine has legs if it sticks to the inside of the glass when swirled. Monks and monasteries of the Roman Catholic Church have had an important influence on the history of Burgundy wine. Bacchus – the Roman god of wine, or a white grape from Germany. White is good with fish. Smoky is usually a byproduct of oak barrels, or, less often, of drunken arson. Red table wine is not made from red tables.